κακόσιτος — κακόσῑτος , κακόσιτος eating badly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόσιτον — κακόσῑτον , κακόσιτος eating badly masc/fem acc sg κακόσῑτον , κακόσιτος eating badly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσιτία — η (Α κακοσιτία) [κακόσιτος] 1. κακή σίτιση, υποσιτισμός, ελλιπής διατροφή, ανεπαρκής θρέψη 2. ανορεξία, έλλειψη ορέξεως, αηδία προς τις τροφές, δυσκολία στο φαγητό … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
κακοσίτοις — κακοσί̱τοις , κακόσιτος eating badly masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσίτου — κακοσί̱του , κακόσιτος eating badly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσίτους — κακοσί̱τους , κακόσιτος eating badly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσίτῳ — κακοσί̱τῳ , κακόσιτος eating badly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόσιτοι — κακόσῑτοι , κακόσιτος eating badly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)